ἀξιόμαχος — a match for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιόμαχος — η, ο (Α ἀξιόμαχος, ον) ικανός για μάχη, επαρκής κατά τη δύναμη ή τον αριθμό ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον αντίπαλο … Dictionary of Greek
αξιόμαχος — η, ο ικανός, άξιος για μάχη: Η χώρα μας διαθέτει ένα μικρό, αλλά αξιόμαχο στρατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξιομάχως — ἀξιόμαχος a match for adverbial ἀξιόμαχος a match for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιόμαχον — ἀξιόμαχος a match for masc/fem acc sg ἀξιόμαχος a match for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομαχώτεροι — ἀξιόμαχος a match for masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχοις — ἀξιόμαχος a match for masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχου — ἀξιόμαχος a match for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχους — ἀξιόμαχος a match for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχων — ἀξιόμαχος a match for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιομάχῳ — ἀξιόμαχος a match for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)